- σκούντημα
- το, Ν[σκουντώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουντώ, η μετατόπιση με ισχυρή πίεση, σπρώξιμο («καθώς εχιόνιζε από το σκούντημα τής μυγδαλιάς ο αέρας», Ελύτης)2. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση ή πίεση σε κάποιον για να πράξει κάτι («χρειάζεται σκούντημα για να πάρει την απόφαση»).
Dictionary of Greek. 2013.