σκούντημα

σκούντημα
το, Ν
[σκουντώ]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουντώ, η μετατόπιση με ισχυρή πίεση, σπρώξιμο («καθώς εχιόνιζε από το σκούντημα τής μυγδαλιάς ο αέρας», Ελύτης)
2. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση ή πίεση σε κάποιον για να πράξει κάτι («χρειάζεται σκούντημα για να πάρει την απόφαση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκούντημα — το 1. σπρώξιμο: Θέλει λίγο σκούντημα, για να τεθεί σε κίνηση αυτό το εκκρεμές. 2. παρότρυνση: Χρειάζεται συνεχώς σκούντημα για να δουλεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντηχτός — ή, ό, Ν [σκουντώ] αυτός που γίνεται με σκούντημα. επίρρ... σκουντηχτά Ν με σκούντημα …   Dictionary of Greek

  • σπρώξιμο — το 1.σπρωξιά, σκούντημα: Με σπρωξίματα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. 2. παρακίνηση: Χρειάζεται λίγο σπρώξιμο για να μελετήσει τα μαθήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”